ἡσύχῳ

ἡσύχῳ
ἥσυχος
quiet
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ησυχώ — (Α ἡσυχῶ, άω) [ήσυχος] νεοελλ. ηρεμώ, γαληνεύω («ο γιαλός... πάλιν ησυχά τη μάχη του την τόση», Τζάν.) αρχ. μόνο η μτχ. ἡσυχόωσα, ως γλώσσα στη μτχ. γαληνιόωσα, σε σχόλ. τού Οππ …   Dictionary of Greek

  • ἡσύχωι — ἡσύχῳ , ἥσυχος quiet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”